- ωροσκοπώ
- -έω, Α [ὡροσκόπος]αστρολ. παρατηρώ την ώρα τής γέννησης κάποιου για να ερμηνεύσω την τύχη του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὡροσκόπῳ — ὡρόσκοπος caster of nativities masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωροσκοπώ — έω, Α [ώροσκοπῶ] (για πλανήτες) καταλαμβάνω το ωροσκόπιο μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
ωροδρομώ — έω, Μ ὡροσκοπῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + δρομῶ (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. πελαγο δρομῶ] … Dictionary of Greek
ωροθετώ — έω, Α [ὡροθέτης] 1. παρατηρώ τη θέση τών αστέρων κατά την ώρα τής γέννησης ενός παιδιού, ὡροσκοπῶ* 2. (για πλανήτη) κυβερνώ την ώρα τού τοκετού («ὡροθετεῑ σε Κρόνος», Λουκίλλ.) … Dictionary of Greek
ωροσκόπησις — ήσεως, ἡ, Α [ὡροσκοπῶ] αστρολ. ωροσκοπία … Dictionary of Greek